- καμπήσιος
- α, ο 1.1) долинный, равнинный; 2) живущий в долине; 2. (ο ) житель долины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμπήσιος — ια, ιο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάμπο ή προέρχεται από τον κάμπο, πεδινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος + κατάλ. ήσιος] … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
κατωμερίτης — ίτισσα, ίτικο [κατωμέρι] αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος … Dictionary of Greek
πεδιασιμαίος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο καμπήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδιάσιμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… … Dictionary of Greek